- ονήλατος
- ὀνήλατος, -ον (Α)1. αυτός που σύρεται από όνους2. φρ. «κλείνη ὀνήλατος»πιθ. σαμάρι όνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.